γλωσσικός
[ɣlosiˈkos], γλωσσική, γλωσσικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sprachlich, Sprach-γλωσσικόςγλωσσικός
examples
- γλωσσική δυσκολίαθηλυκό | Femininum, weiblich fSprachschwierigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- γλωσσικό αίσθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nSprachgefühlουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- γλωσσικό λάθοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nSprachfehlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m