γκρουπ
[grup]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gruppeθηλυκό | Femininum, weiblich fγκρουπγκρουπ
examples
- ταξιδιωτικό γκρουπReisegruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f