ξενοδοχειακός
[ksenoðoçiaˈkos], ξενοδοχειακή, ξενοδοχειακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ξενοδοχειακή επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich fHotelunternehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ξενοδοχειακή μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich fHotelkomplexαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ξενοδοχειακός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHotelgewerbeουδέτερο | Neutrum, sächlich n