„μυρωδιά“: θηλυκό μυρωδιά [miroˈðja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geruch, Duft Geruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m μυρωδιά γεν μυρωδιά γεν Duftαρσενικό | Maskulinum, männlich m μυρωδιά ευχάριστη μυρωδιά ευχάριστη examples παίρνω μυρωδιά Wind bekommen (αιτιατική | Akkusativakk von) παίρνω μυρωδιά μυρωδιά αλκοόλ Alkoholfahneθηλυκό | Femininum, weiblich f μυρωδιά αλκοόλ μυρωδιά γκαζιού Gasgeruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m μυρωδιά γκαζιού μυρωδιά καμένου Brandgeruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m μυρωδιά καμένου μυρωδιά σκόρδου Knoblauchgeruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m μυρωδιά σκόρδου μυρωδιά τσιγάρου Zigarettengeruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m μυρωδιά τσιγάρου hide examplesshow examples