μεταφορικός
[metaforiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, μεταφορική, μεταφορικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
  -   Transport-μεταφορικός σχετικός με τις μεταφορέςμεταφορικός σχετικός με τις μεταφορές
-   metaphorisch, bildlichμεταφορικός όχι κυριολεκτικόςμεταφορικός όχι κυριολεκτικός
examples
 -    μεταφορικά έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplFahrtkostenπληθυντικός | Plural plμεταφορικά έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
-    μεταφορικά έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplFrachtkostenπληθυντικός | Plural plμεταφορικά έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
-    μεταφορικά έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplKilometergeldουδέτερο | Neutrum, sächlich nμεταφορικά έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
- hide examplesshow examples
μεταφορικός
[metaforiˈkos]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
  examples
 
-    Fahrgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
