μεσαίος
[meˈseos], μεσαία, μεσαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- mittlere, Mittel-μεσαίοςμεσαίος
examples
- μεσαία κύματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplMittelwelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μεσαία τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich fMittelklasseθηλυκό | Femininum, weiblich fMittelstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μεσαίο κατάστρωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ναυτικός όρος | Nautik, SchifffahrtναυτZwischendeckουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples