„Mittelwelle“: Femininum, weiblich MittelwelleFemininum, weiblich | θηλυκό f <-> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μεσαία κύματα μεσαία κύματαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Mittelwelle Mittelwelle