μελέτη
[meˈleti]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Studiumουδέτερο | Neutrum, sächlich nμελέτη θέματοςμελέτη θέματος
- Forschungθηλυκό | Femininum, weiblich fμελέτη επιστημονική έρευναμελέτη επιστημονική έρευνα
- Studieθηλυκό | Femininum, weiblich fμελέτη πραγματείαUntersuchungθηλυκό | Femininum, weiblich fμελέτη πραγματείαμελέτη πραγματεία
- Lernenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμελέτη διάβασμαμελέτη διάβασμα
examples
- μελέτη ιστορικών μνημείωνDenkmal(s)kundeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μελέτη κατασκευήςBauprojektουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- μελέτη περίπτωσηςFallstudieθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples