„Studium“: Neutrum, sächlich StudiumNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; Studien> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φοίτηση, σπουδές, μελέτη φοίτησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Studium σπουδέςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Studium Studium μελέτηFemininum, weiblich | θηλυκό f Studium eines Themas Studium eines Themas