μανιτάρι
[maniˈtari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Pilzαρσενικό | Maskulinum, männlich mμανιτάρι γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρμανιτάρι γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
examples
- μανιτάρι πλευρότουςAusternpilzαρσενικό | Maskulinum, männlich m