„Austernpilz“: Maskulinum, männlich AusternpilzMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μανιτάρι πλευρότους μανιτάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο n πλευρότους Austernpilz Austernpilz