„dampfgaren“: transitives Verb dampfgarentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μαγειρεύω στον ατμό μαγειρεύω στον ατμό dampfgaren dampfgaren
„Dampfgaren“: Neutrum, sächlich DampfgarenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μαγείρεμα στον ατμό μαγείρεμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n στον ατμό Dampfgaren Dampfgaren