„δέσμη“: θηλυκό δέσμη [ˈðezmi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bündel, Bund Bündelουδέτερο | Neutrum, sächlich n δέσμη Bundουδέτερο | Neutrum, sächlich n δέσμη δέσμη examples δέσμη λέιζερ Laserstrahlαρσενικό | Maskulinum, männlich m δέσμη λέιζερ