„λάδι“: ουδέτερο λάδι [ˈlaði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Öl Ölουδέτερο | Neutrum, sächlich n λάδι και | undκ. τεχνική | Technikτεχν λάδι και | undκ. τεχνική | Technikτεχν examples ρίχνω λάδι στη φωτιά Öl ins Feuer gießen ρίχνω λάδι στη φωτιά βγάζω το λάδι κάποιου οικείο | umgangssprachlichοικ jemanden in die Mangel nehmen βγάζω το λάδι κάποιου οικείο | umgangssprachlichοικ λάδι ελιάς Olivenöl λάδι ελιάς λάδι ηλίου Sonnenölουδέτερο | Neutrum, sächlich n λάδι ηλίου λάδι καρυδιού Nussölουδέτερο | Neutrum, sächlich n λάδι καρυδιού λάδι μηχανής Motorölουδέτερο | Neutrum, sächlich n λάδι μηχανής λάδι σαλάτας Salatölουδέτερο | Neutrum, sächlich n λάδι σαλάτας λάδι σόγιας Sojaöl λάδι σόγιας λάδι σώματος Körperölουδέτερο | Neutrum, sächlich n λάδι σώματος hide examplesshow examples