κόστος
[ˈkostos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kostenπληθυντικός | Plural plκόστοςκόστος
examples
- σε τιμή κόστους
- κόστος αγοράςAnschaffungskostenπληθυντικός | Plural pl
- κόστος ζωήςLebenshaltungskostenπληθυντικός | Plural pl
hide examplesshow examples