„Lohnkosten“: Plural LohnkostenPlural | πληθυντικός pl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κόστος μισθωτών υπηρεσιών κόστοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n μισθωτών υπηρεσιών Lohnkosten Lohnkosten