„κτήνος“: ουδέτερο κτήνος [ˈktinos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vieh, Bestie Viehουδέτερο | Neutrum, sächlich n κτήνος κτήνος Bestieθηλυκό | Femininum, weiblich f κτήνος κάθαρμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ κτήνος κάθαρμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ