„Vieh“: Neutrum, sächlich ViehNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ζώα, ζώο, κτήνος ζώαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Vieh kollektiv Vieh kollektiv ζώοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Vieh pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej κτήνοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Vieh pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej Vieh pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej