„Bestie“: Femininum, weiblich BestieFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θηρίο, κτήνος, τέρας θηρίοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bestie Bestie κτήνοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bestie in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig τέραςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bestie in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Bestie in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig