„καπνός“: αρσενικό καπνός [kapˈnos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rauch Rauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m καπνός καπνός examples τα καπνά Tabak(pflanze)Maskulinum mit Femininendung in Klammern m(f) τα καπνά μέχρι να φτάσει η αστυνομία αυτοί είχαν ήδη γίνει καπνός οικείο | umgangssprachlichοικ als die Polizei eintraf waren sie schon auf und davon μέχρι να φτάσει η αστυνομία αυτοί είχαν ήδη γίνει καπνός οικείο | umgangssprachlichοικ μέχρι να φτάσει η αστυνομία αυτοί είχαν ήδη γίνει καπνός οικείο | umgangssprachlichοικ schon über alle Berge μέχρι να φτάσει η αστυνομία αυτοί είχαν ήδη γίνει καπνός οικείο | umgangssprachlichοικ καπνός μασήματος Kautabakαρσενικό | Maskulinum, männlich m καπνός μασήματος καπνός πίπας Pfeifentabakαρσενικό | Maskulinum, männlich m καπνός πίπας καπνός τσιγάρου Tabakrauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m καπνός τσιγάρου hide examplesshow examples