καλλιτεχνικός
[kalitexniˈkos], καλλιτεχνική, καλλιτεχνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- kunstvollκαλλιτεχνικόςκαλλιτεχνικός
- künstlerisch, Kunst-καλλιτεχνικός που αφορά στην τέχνηκαλλιτεχνικός που αφορά στην τέχνη
examples
- καλλιτεχνική μεταξοτυπίαθηλυκό | Femininum, weiblich fKunstdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- καλλιτεχνικό πατινάζουδέτερο | Neutrum, sächlich nEiskunstlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- καλλιτεχνικό ψευδώνυμοουδέτερο | Neutrum, sächlich nKünstlernameαρσενικό | Maskulinum, männlich m