πατινάζ
[patiˈnaz]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schlittschuhlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mπατινάζπατινάζ
examples
- κάνω πατινάζ
- πατινάζ στον πάγοSchlittschuhlaufenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πατινάζ ταχύτηταςEisschnelllaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m