„καθιστός“ καθιστός [kaθisˈtos], καθιστή, καθιστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sitzend, im Sitzen sitzend, im Sitzen καθιστός άτομο καθιστός άτομο examples μένω καθιστός sitzen bleiben μένω καθιστός καθιστική απεργίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Sitzstreikαρσενικό | Maskulinum, männlich m καθιστική απεργίαθηλυκό | Femininum, weiblich f καθιστική διαδήλωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f πολιτική | Politikπολιτ Mahnwacheθηλυκό | Femininum, weiblich f καθιστική διαδήλωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f πολιτική | Politikπολιτ