απεργία
[aperˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Streikαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπεργίααπεργία
examples
-
- γενική απεργίαGeneralstreikαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- απεργία διαρκείαςDauerstreikαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples