„βοτανικός“ βοτανικός [votaniˈkos], βοτανική, βοτανικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) botanisch botanisch βοτανικός βοτανικός examples βοτανικός κήποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m botanischer Gartenαρσενικό | Maskulinum, männlich m βοτανικός κήποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m