θηλυκό
[θiliˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Weibchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nθηλυκό ζωολογία | Zoologieζωολθηλυκό ζωολογία | Zoologieζωολ
- Weib(sbild)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nθηλυκό μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτθηλυκό μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ
- Femininumουδέτερο | Neutrum, sächlich nθηλυκό γραμματική | Grammatikγραμμθηλυκό γραμματική | Grammatikγραμμ