„αγριογούρουνο“: ουδέτερο αγριογούρουνο [aɣrioˈɣuruno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wildschwein Wildschweinουδέτερο | Neutrum, sächlich n αγριογούρουνο αγριογούρουνο