Wildsau
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- θηλυκό αγριογούρουνοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nWildsauWildsau
- σκρόφαFemininum, weiblich | θηλυκό fWildsau in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumgWildsau in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumg