θερινός
[θeriˈnos], θερινή, θερινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sommerlich, Sommer-θερινόςθερινός
examples
- θερινές διακοπέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplSommerferienπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- θερινή περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich fSommersaisonθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θερινή ώραθηλυκό | Femininum, weiblich fSommerzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples