„sommerlich“: Adjektiv sommerlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καλοκαιρινός, καλοκαιριάτικος, θερινός καλοκαιρινός, καλοκαιριάτικος sommerlich sommerlich θερινός sommerlich sommerlich