„επισυνάπτω“: μεταβατικό ρήμα επισυνάπτω [episiˈnapto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beifügen, beilegen, anhängen beifügen, beilegen επισυνάπτω σε επιστολή επισυνάπτω σε επιστολή anhängen επισυνάπτω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ επισυνάπτω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ examples επισυνάπτεται… als Anlage finden Sie … επισυνάπτεται…