„beilegen“: transitives Verb beilegentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εσωκλείω, εξομαλύνω, διευθετώ, ρυθμίζω, συνάπτω, βάζω εσωκλείω (Dativ | δοτικήdat σε) beilegen (επι)συνάπτω, βάζω beilegen beilegen εξομαλύνω beilegen Streit beilegen Streit διευθετώ, ρυθμίζω beilegen Rechtswesen | νομικός όροςJUR beilegen Rechtswesen | νομικός όροςJUR