επείγων
[eˈpiɣon], επείγουσα, επείγονεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- dringendεπείγωνεπείγων
examples
-
- επείγον περιστατικόουδέτερο | Neutrum, sächlich nNotfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- επείγουσα ανάγκηθηλυκό | Femininum, weiblich fNotsituationθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples