Greek-German translation for "επίσημος"

"επίσημος" German translation

επίσημος
[eˈpisimos], επίσημη, επίσημοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • offiziell, amtlich
    επίσημος προερχόμενος από δημόσια αρχή
    επίσημος προερχόμενος από δημόσια αρχή
  • amtlich
    επίσημος έγκυρος
    επίσημος έγκυρος
  • feierlich
    επίσημος εορταστικός
    επίσημος εορταστικός
  • formell
    επίσημος τυπικός
    επίσημος τυπικός
examples
  • επίσημα γερμανικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
    Schriftdeutschουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    επίσημα γερμανικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
  • επίσημη αμφίεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Abendgarderobeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επίσημη αμφίεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • επίσημη αμφίεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Galaθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επίσημη αμφίεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • hide examplesshow examples

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: