επίδραση
[epiˈðrasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einflussαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπίδραση επιρροήεπίδραση επιρροή
- Wirkungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίδραση δράση φαρμάκουεπίδραση δράση φαρμάκου
examples
- επίδραση αλκοόλAlkoholeinflussαρσενικό | Maskulinum, männlich mAlkoholeinwirkungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επίδραση εικονικού φαρμάκουPlaceboeffektαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- επίδραση περιβάλλοντοςUmwelteinflussαρσενικό | Maskulinum, männlich m