„beeinflussen“: transitives Verb beeinflussentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επηρεάζω, επιδρώ, ασκώ επίδραση σε επηρεάζω, επιδρώ (Akkusativ | αιτιατικήakk σε) beeinflussen ασκώ επίδραση σε beeinflussen beeinflussen