εξοχικός
[eksoçiˈkos], εξοχική, εξοχικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ländlich, Land-εξοχικόςεξοχικός
examples
- εξοχικό κέντροουδέτερο | Neutrum, sächlich nGartenlokalουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- εξοχική κατοικίαθηλυκό | Femininum, weiblich fFerienhausουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples