„ελπίζω“: αμετάβατο ρήμα ελπίζω [elˈpizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hoffen hoffen (να, ότι dass σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) ελπίζω ελπίζω examples ας ελπίσουμε ότι είναι αλήθεια hoffentlich stimmt es ας ελπίσουμε ότι είναι αλήθεια ας ελπίσουμε πως όχι das wollen wir nicht hoffen ας ελπίσουμε πως όχι