„ελκυστικός“ ελκυστικός [elkjistiˈkos], ελκυστική, ελκυστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) attraktiv, einladend, verführerisch attraktiv, einladend, verführerisch ελκυστικός ελκυστικός examples ελκυστικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Zierdeθηλυκό | Femininum, weiblich f ελκυστικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n