verführerisch
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- δελεαστικός, παραπλανητικόςverführerischverführerisch
- ελκυστικός, σαγηνευτικόςverführerisch bezauberndverführerisch bezaubernd