εθισμός
[eθizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Suchtθηλυκό | Femininum, weiblich fεθισμόςεθισμός
examples
- εθισμός σε χάπιαTablettensuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- εθισμός στο ΊντερνετInternetsuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples