„Suchtmittel“: Neutrum, sächlich SuchtmittelNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εθιστικό ναρκωτικό εθιστικό ναρκωτικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Suchtmittel Suchtmittel