„Internetsucht“: Femininum, weiblich InternetsuchtFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εθισμός στο Ίντερνετ εθισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m στο Ίντερνετ Internetsucht Internetsucht