„διπλανός“: επίθετο, ως επίθετο διπλανός [ðiplaˈnos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, διπλανή, διπλανό Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) benachbart, Neben- benachbart διπλανός διπλανός Neben- διπλανός διπλανός examples στο διπλανό τραπέζι am Nebentisch στο διπλανό τραπέζι το διπλανό σπίτι das Haus nebenan το διπλανό σπίτι διπλανό δωμάτιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Nebenraumαρσενικό | Maskulinum, männlich m διπλανό δωμάτιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n „διπλανός“: αρσενικό και θηλυκό διπλανός [ðiplaˈnos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nachbar Nachbarαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f διπλανός διπλανός