„benachbart“: Adjektiv benachbartAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γειτονικός, διπλανός, κοντινός γειτονικός, διπλανός, κοντινός benachbart benachbart examples benachbart sein γειτονεύω (+Dativ | +δοτική+dat με) benachbart sein