„δερμάτινος“ δερμάτινος [ðerˈmatinos], δερμάτινη, δερμάτινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ledern, Leder- ledern, Leder- δερμάτινος δερμάτινος examples δερμάτινα (είδη)πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Lederwarenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl δερμάτινα (είδη)πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl δερμάτινη ζώνηθηλυκό | Femininum, weiblich f Ledergürtelαρσενικό | Maskulinum, männlich m δερμάτινη ζώνηθηλυκό | Femininum, weiblich f δερμάτινη πολυθρόναθηλυκό | Femininum, weiblich f Ledersesselαρσενικό | Maskulinum, männlich m δερμάτινη πολυθρόναθηλυκό | Femininum, weiblich f δερμάτινο γάντιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Lederhandschuhαρσενικό | Maskulinum, männlich m δερμάτινο γάντιουδέτερο | Neutrum, sächlich n δερμάτινο κάλυμμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Ledergarniturθηλυκό | Femininum, weiblich f δερμάτινο κάλυμμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n δερμάτινο μπουφάνουδέτερο | Neutrum, sächlich n Lederjackeθηλυκό | Femininum, weiblich f δερμάτινο μπουφάνουδέτερο | Neutrum, sächlich n δερμάτινο παλτόουδέτερο | Neutrum, sächlich n Ledermantelαρσενικό | Maskulinum, männlich m δερμάτινο παλτόουδέτερο | Neutrum, sächlich n δερμάτινο παντελόνιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Lederhoseθηλυκό | Femininum, weiblich f δερμάτινο παντελόνιουδέτερο | Neutrum, sächlich n δερμάτινος καναπέςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Ledersofaουδέτερο | Neutrum, sächlich n δερμάτινος καναπέςαρσενικό | Maskulinum, männlich m hide examplesshow examples