„Lederjacke“: Femininum, weiblich LederjackeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δερμάτινο μπουφάν δερμάτινο μπουφάνNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Lederjacke Lederjacke