αίσθημα
[ˈesθima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gefühlουδέτερο | Neutrum, sächlich nαίσθημαEmpfindungθηλυκό | Femininum, weiblich fαίσθημααίσθημα
examples
- αίσθημα αδυναμίαςSchwächeanfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mSchwächegefühlουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αίσθημα δικαιοσύνηςGerechtigkeitssinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αίσθημα δικαίουRechtsempfindenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples