βυτιοφόρο
[vitioˈforo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tanklasterαρσενικό | Maskulinum, männlich mβυτιοφόροTanklastzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mβυτιοφόροβυτιοφόρο