αρνητικός
[arnitiˈkos], αρνητική, αρνητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- negativαρνητικόςαρνητικός
examples
-
-
- αρνητικό παράδειγμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nNegativbeispielουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples